- καμινέτο
- το(λ. ιταλ.), μικρή φορητή εστία που καίει με οινόπνευμα: Έφτιαξε τον καφέ στο καμινέτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμινέτο — το μικρή φορητή εστία που καίει με οινόπνευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caminetto, υποκορ. τού ιταλ. camino «κάμινος»] … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
σπιρτολόγος — ο, Ν 1. καμινέτο, μικρός μετάλλινος βραστήρας που χρησιμοποιεί οινόπνευμα ως καύσιμο 2. η εστία εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + λόγος*] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek